Cookie | Duration | Description |
---|---|---|
cookielawinfo-checkbox-analytics | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics". |
cookielawinfo-checkbox-functional | 11 months | The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional". |
cookielawinfo-checkbox-necessary | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary". |
cookielawinfo-checkbox-others | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other. |
cookielawinfo-checkbox-performance | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance". |
viewed_cookie_policy | 11 months | The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data. |
Για την κατασκευή χαρτιού πολτοποιούσαν μέσα σε νερό την πρώτη ύλη (λινό, βαμβάκι, άχυρο, ξύλο) και για τη λείανση, χρησιμοποιούσαν έναν χειροκίνητο μύλο με ξύλινα σφυριά. Προς το τέλος του 13ου αιώνα, στο Φαμπριάνο της Ιταλίας, χρησιμοποίησαν τη δύναμη του νερού για να κινούν μεταλλικά έμβολα για την πολτοποίηση του βρεγμένου υλικού.
Κατόπιν, τοποθετούσαν τον μίγμα μέσα σ’ έναν κάδο. Ενώ παράλληλα οι τεχνίτες κρατούσαν ένα καλούπι το οποίο ρύθμιζε το μέγεθος και τις άκρες του χαρτιού. Βύθιζαν το καλούπι μέσα στον πολτό και το έβγαζαν μετά με την επιφάνεια του προς τα επάνω. Ο πολτός που περίσσευε στραγγιζόταν από το πλέγμα. Ταρακουνούσαν το καλούπι για να στρώσει καλά ο πολτός πάνω στο πλέγμα, ενώ ο τεχνίτης έβγαζε το ξύλινο πλαίσιο και έδινε το καλούπι σ’ έναν άλλο εργάτη που έβαζε το χαρτί με το καλούπι πάνω σε μια στίβα από μάλλινα υφάσματα (κετσέδες). Περίμενε ώσπου το χαρτί να ξεραθεί αρκετά και το έβγαζε κατόπιν από το καλούπι και το τοποθετούσε πάνω στα υφάσματα, έβαζαν από πάνω περίπου 100 φύλλα χαρτιού, που το κάθε φύλλο έμπαινε ανάμεσα σε δυο φύλλα κετσέ.
Μετέφεραν κατόπιν τη στίβα του υγρού χαρτιού και τα υφάσματα για να τα περάσουν από το πιεστήριο. Στέγνωναν το χαρτί και το κρεμούσαν συνήθως σε λεπτά τρίχινα σχοινιά. Στο τέλος βουτούσαν το κάθε ένα φύλλο χαρτί σε μια διάλυση ζελατίνας από οπλές, κέρατα και δέρματα ζώων. Στέγνωναν και πάλι το χαρτί και η σκληρή-αδιάβροχη επιφάνεια του γινόταν κατάλληλη για γραφή με φτερό χήνας.
Η επιφάνεια αυτή αν και δεν ήταν κατάλληλη για την τότε τυπογραφία, στην οποία χρησιμοποιούσαν ξύλινα στοιχεία. Αργότερα ανακάλυψαν ότι αν χρησιμοποιούσαν μεταλλικά στοιχεία και χειροκίνητη πρέσα θα μπορούσαν να τυπώνουν κείμενο και στις δυο όψεις του χαρτιού. Η εφεύρεση αυτή, άφησε εποχή, οφείλεται στον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (1400–1468), ο οποίος που θεωρείται ως εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας επηρέασε σημαντικά την παραγωγή χαρτιού.
Μέχρι και το 18ο αιώνα οι μέθοδοι παρασκευής χαρτιού παρέμειναν οι ίδιες, οι πρώτες ύλες όμως δεν επαρκούσαν και έτσι οι έρευνες στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις για την ανακάλυψη νέων υλών για την παρασκευή χαρτιού. Αλλά και στην αλλαγή παρασκευής του γιατί μέχρι τότε το χαρτί παρασκευαζόταν με το χέρι δηλαδή χρειαζόταν πολύς χρόνος και χρήμα για την κατασκευή του. Έτσι έψαχναν για μια νέα μέθοδο η οποία θα τους συμφέρανε περισσότερο οικονομικά.
Το 1765 ο ιερωμένος Σαίφρερ, συνέστησε τη χρησιμοποίηση του ξύλου για την κατασκευή χαρτοπολτού. Πολλές νέες μέθοδοι παρασκευής χαρτοπολτού αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες αντικατέστησαν τις παλιές μεθόδους.
Οι μέθοδοι αυτοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
η πρώτη αφορούσε στο διαχωρισμό των ινών και των τεμαχίων ξύλων με τη βοήθεια μηχανικών μέσων.
Στη δεύτερη μέθοδο το ξύλο εμβαπτιζόταν μέσα σε χημικά διαλύματα.
Ο ξυλοπολτός, που κατασκευαζόταν με μηχανικά μέσα, περιείχε όλα τα συστατικά του ξύλου και έτσι δεν ήταν κατάλληλος για την παρασκευή χαρτιού λευκού και μεγάλης αντοχής. Αντίθετα, ο χημικός χαρτοπολτός χρησιμοποιήθηκε με ικανοποιητικά αποτελέσματα για την παρασκευή λευκού χαρτιού, μεγάλης διάρκειας και αντοχής σε όλες τις χρήσεις.
Η πρώτη μηχανή παρασκευής χαρτιού επινοήθηκε το 1798 από το Γάλλο Νικολά Λουί Ρομπέρ (Nicholas Louis Robert), με πλέγμα κινούμενο με ιμάντα, το οποίο παραλάμβανε το χαρτοπολτό και σχημάτιζε ένα συνεχές φύλλο υγρού χαρτιού που διερχόταν από ένα ζεύγος κυλίνδρων όπου συμπιεζόταν για την αποστράγγιση του νερού.
Για την κατασκευή χαρτιού πολτοποιούσαν μέσα σε νερό την πρώτη ύλη (λινό, βαμβάκι, άχυρο, ξύλο) και για τη λείανση, χρησιμοποιούσαν έναν χειροκίνητο μύλο με ξύλινα σφυριά. Προς το τέλος του 13ου αιώνα, στο Φαμπριάνο της Ιταλίας, χρησιμοποίησαν τη δύναμη του νερού για να κινούν μεταλλικά έμβολα για την πολτοποίηση του βρεγμένου υλικού.
Κατόπιν, τοποθετούσαν τον μίγμα μέσα σ’ έναν κάδο. Ενώ παράλληλα οι τεχνίτες κρατούσαν ένα καλούπι το οποίο ρύθμιζε το μέγεθος και τις άκρες του χαρτιού. Βύθιζαν το καλούπι μέσα στον πολτό και το έβγαζαν μετά με την επιφάνεια του προς τα επάνω. Ο πολτός που περίσσευε στραγγιζόταν από το πλέγμα. Ταρακουνούσαν το καλούπι για να στρώσει καλά ο πολτός πάνω στο πλέγμα, ενώ ο τεχνίτης έβγαζε το ξύλινο πλαίσιο και έδινε το καλούπι σ’ έναν άλλο εργάτη που έβαζε το χαρτί με το καλούπι πάνω σε μια στίβα από μάλλινα υφάσματα (κετσέδες). Περίμενε ώσπου το χαρτί να ξεραθεί αρκετά και το έβγαζε κατόπιν από το καλούπι και το τοποθετούσε πάνω στα υφάσματα, έβαζαν από πάνω περίπου 100 φύλλα χαρτιού, που το κάθε φύλλο έμπαινε ανάμεσα σε δυο φύλλα κετσέ.
Μετέφεραν κατόπιν τη στίβα του υγρού χαρτιού και τα υφάσματα για να τα περάσουν από το πιεστήριο. Στέγνωναν το χαρτί και το κρεμούσαν συνήθως σε λεπτά τρίχινα σχοινιά. Στο τέλος βουτούσαν το κάθε ένα φύλλο χαρτί σε μια διάλυση ζελατίνας από οπλές, κέρατα και δέρματα ζώων. Στέγνωναν και πάλι το χαρτί και η σκληρή-αδιάβροχη επιφάνεια του γινόταν κατάλληλη για γραφή με φτερό χήνας.
Η επιφάνεια αυτή αν και δεν ήταν κατάλληλη για την τότε τυπογραφία, στην οποία χρησιμοποιούσαν ξύλινα στοιχεία. Αργότερα ανακάλυψαν ότι αν χρησιμοποιούσαν μεταλλικά στοιχεία και χειροκίνητη πρέσα θα μπορούσαν να τυπώνουν κείμενο και στις δυο όψεις του χαρτιού. Η εφεύρεση αυτή, άφησε εποχή, οφείλεται στον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (1400–1468), ο οποίος που θεωρείται ως εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας επηρέασε σημαντικά την παραγωγή χαρτιού.
Μέχρι και το 18ο αιώνα οι μέθοδοι παρασκευής χαρτιού παρέμειναν οι ίδιες, οι πρώτες ύλες όμως δεν επαρκούσαν και έτσι οι έρευνες στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις για την ανακάλυψη νέων υλών για την παρασκευή χαρτιού. Αλλά και στην αλλαγή παρασκευής του γιατί μέχρι τότε το χαρτί παρασκευαζόταν με το χέρι δηλαδή χρειαζόταν πολύς χρόνος και χρήμα για την κατασκευή του. Έτσι έψαχναν για μια νέα μέθοδο η οποία θα τους συμφέρανε περισσότερο οικονομικά.
Το 1765 ο ιερωμένος Σαίφρερ, συνέστησε τη χρησιμοποίηση του ξύλου για την κατασκευή χαρτοπολτού. Πολλές νέες μέθοδοι παρασκευής χαρτοπολτού αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες αντικατέστησαν τις παλιές μεθόδους.
Οι μέθοδοι αυτοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
η πρώτη αφορούσε στο διαχωρισμό των ινών και των τεμαχίων ξύλων με τη βοήθεια μηχανικών μέσων.
Στη δεύτερη μέθοδο το ξύλο εμβαπτιζόταν μέσα σε χημικά διαλύματα.
Ο ξυλοπολτός, που κατασκευαζόταν με μηχανικά μέσα, περιείχε όλα τα συστατικά του ξύλου και έτσι δεν ήταν κατάλληλος για την παρασκευή χαρτιού λευκού και μεγάλης αντοχής. Αντίθετα, ο χημικός χαρτοπολτός χρησιμοποιήθηκε με ικανοποιητικά αποτελέσματα για την παρασκευή λευκού χαρτιού, μεγάλης διάρκειας και αντοχής σε όλες τις χρήσεις.
Η πρώτη μηχανή παρασκευής χαρτιού επινοήθηκε το 1798 από το Γάλλο Νικολά Λουί Ρομπέρ (Nicholas Louis Robert), με πλέγμα κινούμενο με ιμάντα, το οποίο παραλάμβανε το χαρτοπολτό και σχημάτιζε ένα συνεχές φύλλο υγρού χαρτιού που διερχόταν από ένα ζεύγος κυλίνδρων όπου συμπιεζόταν για την αποστράγγιση του νερού.